Η πλούσια συλλογή δειγμάτων από την ευρύτερη περιοχή της Λαυρεωτικής γης εκτίθεται σε επιτοίχια προθήκη που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της δεξιάς πλευράς του χώρου της κύριας αίθουσας του Μουσείου.
Η Λαυρεωτική χερσόνησος είναι μια παραθαλάσσια περιοχή στη Νοτιοανατολική Αττική και πήρε το όνομά της από τις εκατοντάδες «λαύρες», δηλαδή τις υπόγειες στοές των μεταλλείων που υπάρχουν στην περιοχή ήδη από το 3200 π.Χ.
H Λαυρεωτική γη, η γνωστή “αργυρίτις γη”, αποτέλεσε ένα τεράστιο μεταλλείο και θεωρείται το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο από τεχνολογική άποψη και το πλέον μακροβιότερο όλου του Ελλαδικού χώρου. Είναι γνωστό ήδη από την κλασσική εποχή για την εξόρυξη ασημιού, που ήταν μια από τις κύριες πηγές εισοδήματος της πόλης-κράτους της Αθήνας, για την παραγωγή νομισμάτων και τη χρηματοδότηση του Αθηναϊκού στόλου στη νικηφόρα Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κατά τους νεότερους χρόνους (1864), η αναγέννηση των μεταλλείων της περιοχής και η ίδρυση της πόλης του Λαυρίου έγινε από τον ορυκτολόγο Ανδρέα Κορδέλλα, ο οποίος αντιλήφθηκε την οικονομική σημασία του ορυκτού πλούτου της περιοχής, όπου στη συνέχεια ιδρύθηκαν οι μεταλλευτικές και μεταλλουργικές εταιρίες από τον Ι.Β. Σερπιέρι και συνεργατών του, για την αξιοποίηση του τεράστιου αυτού πλούτου.
Η Λαυρεωτική γη είναι γνωστή στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, λόγω της ιδιαίτερης γεωλογίας και των περίπλοκων διεργασιών, των πλουσίων και διεθνούς αναγνώρισης κοιτασμάτων της, καθώς και του πλήθους των διαφορετικών ορυκτών της, που αντιστοιχούν σε άνω του 12% της παγκόσμιας ποικιλίας ορυκτών, εκ των οποίων 32 που πρωτοανακαλύφθηκαν παγκοσμίως στη Λαυρεωτική.